- πορφυρέη
- πορφύρεοςheavingfem nom/voc sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πορφυρέῃ — πορφύρεος heaving fem dat sg (attic epic ionic) πορφύρω heaves aor subj pass 3rd sg (epic ionic) πορφῠρέῃ , πορφύρω heaves fut ind mid 2nd sg (epic ionic) πορφυρέω pres subj mp 2nd sg (epic ionic) πορφυρέω pres ind mp 2nd sg (epic ionic)… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υάκινθος — I Γένος φυτών. Βλ. λ. ζουμπούλι. Υάκινθος ο ανατολικός. II Διαφανές, κιτρινέρυθρο ορυκτό, που αποτελεί παραλλαγή του ζιρκόνιου. Βρίσκεται στους ηφαιστειακούς σχηματισμούς του Εσπαλύ, στον Άνω Λείγηρα, και κατατάσσεται στην κατηγορία των πολύτιμων … Dictionary of Greek